- δαυμάσαι
- δαυμάσαι (leg. δαῦσαι) · ἐκκαῦσαι, Hsch. [full] δαυνίς, dub. sens. in Hdn.Gr.1.96. [full] δαύξ, dub. sens. in An.Ox.3.243. [full] δαῦτα· λάχανα, Hsch. [full] δαυχμός,A v. δαῦκος.II δαυχμόν· εὔκαυστον ξύλον δάφνης, Hsch., cf. EM250.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.